νοήσεις

νοήσεις
νόησις
intelligence
fem nom/voc pl (attic epic)
νόησις
intelligence
fem nom/acc pl (attic)
νοέω
Excerpta e libris Herodiani
aor subj act 2nd sg (epic)
νοέω
Excerpta e libris Herodiani
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νόηση — η (ΑΜ νόησις, Α συνηρ. τ. νῶσις) [νοώ] 1. η ενέργεια τού νοείν, η σύλληψη διά τού νου, το σκέπτεσθαι, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι 2. η ικανότητα και η διαδικασία τής δημιουργίας εννοιών και κρίσεων και η συσχέτισή τους διά τής λογικής… …   Dictionary of Greek

  • υπερβατός — ή, ό / ὑπερβατός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί, να ξεπεράσει 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατό και τὸ ὑπερβατὸν (γραμμ. ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις τής πρότασης, οι οποίες συνδέονται στενά ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”